Ετυμολογία

επεξεργασία

ατζαμίδικα < ατζαμίδικος

  Επίρρημα

επεξεργασία

ατζαμίδικα

  • με αδέξιο τρόπο

Συνώνυμα

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία
→ δείτε τη λέξη  ατζαμής