ατζαμοσύνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- ατζαμοσύνη < ατζαμής
Ουσιαστικό
επεξεργασίαατζαμοσύνη θηλυκό
Συνώνυμα
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη ατζαμής
Μεταφράσεις
επεξεργασία ατζαμοσύνη
ατζαμοσύνη θηλυκό