Ετυμολογία

επεξεργασία
θεμιστεύω < λείπει η ετυμολογία

θεμιστεύω

  1. απονέμω το δίκαιο, δικάζω
  2. χρησμοδοτώ, παρέχω χρησμούς
    ※  4ος κε αιώνας Ιάμβλιχος, De Mysteriis 3.11, @scaife.perseus
    Ἡ δ’ ἐν Δελφοῖς προφῆτις, εἴτε ἀπὸ πνεύματος λεπτοῦ καὶ πυρώδους ἀναφερομένου ποθὲν ἀπὸ στομίου θεμιστεύει τοῖς ἀνθρώποις, εἴτε ἔν τῷ ἀδύτῳ καθημένη ἐπὶ δίφρου χαλκοῦ τρεῖς πόδας ἔχοντος χρηματίζει, εἴτε καὶ ἐπὶ τοῦ τετράποδος δίφρου ὅς ἐστιν ἱερὸς τοῦ θεοῦ, πανταχῇ οὕτω δίδωσιν ἑαυτὴν τῷ θείῳ πνεύματι, ἀπό τε τῆς τοῦ θείου πυρὸς ἀκτῖνος καταυγάζεται.
  3. ασκώ δικαστική εξουσία, είμαι δικαστής
  4. εξουσιάζω, ασκώ εξουσία σε κάποιον
    ※  8ος πκε αιώνας   Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 114 (113-115)
    ἀλλ᾽ οἵ γ᾽ ὑψηλῶν ὀρέων ναίουσι κάρηνα | ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος | παίδων ἠδ᾽ ἀλόχων, οὐδ᾽ ἀλλήλων ἀλέγουσι.
    ζούνε σ᾽ απότομες κορφές, επάνω σε ψηλά βουνά, | μέσα σε θολωτές σπηλιές, ορίζοντας καθένας μόνος του | παιδιά, γυναίκες — καμιά δεν έχουν φροντίδα για τους άλλους.
    Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr

Συγγενικά

επεξεργασία