θεμιστεύω
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- θεμιστεύω < → λείπει η ετυμολογία
Ρήμα
επεξεργασίαθεμιστεύω
- απονέμω το δίκαιο, δικάζω
- χρησμοδοτώ, παρέχω χρησμούς
- ※ 4ος κε αιώνας ⌘ Ιάμβλιχος, De Mysteriis 3.11, @scaife.perseus
- Ἡ δ’ ἐν Δελφοῖς προφῆτις, εἴτε ἀπὸ πνεύματος λεπτοῦ καὶ πυρώδους ἀναφερομένου ποθὲν ἀπὸ στομίου θεμιστεύει τοῖς ἀνθρώποις, εἴτε ἔν τῷ ἀδύτῳ καθημένη ἐπὶ δίφρου χαλκοῦ τρεῖς πόδας ἔχοντος χρηματίζει, εἴτε καὶ ἐπὶ τοῦ τετράποδος δίφρου ὅς ἐστιν ἱερὸς τοῦ θεοῦ, πανταχῇ οὕτω δίδωσιν ἑαυτὴν τῷ θείῳ πνεύματι, ἀπό τε τῆς τοῦ θείου πυρὸς ἀκτῖνος καταυγάζεται.
- ※ 4ος κε αιώνας ⌘ Ιάμβλιχος, De Mysteriis 3.11, @scaife.perseus
- ασκώ δικαστική εξουσία, είμαι δικαστής
- εξουσιάζω, ασκώ εξουσία σε κάποιον
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 114 (113-115)
- ἀλλ᾽ οἵ γ᾽ ὑψηλῶν ὀρέων ναίουσι κάρηνα | ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος | παίδων ἠδ᾽ ἀλόχων, οὐδ᾽ ἀλλήλων ἀλέγουσι.
- ζούνε σ᾽ απότομες κορφές, επάνω σε ψηλά βουνά, | μέσα σε θολωτές σπηλιές, ορίζοντας καθένας μόνος του | παιδιά, γυναίκες — καμιά δεν έχουν φροντίδα για τους άλλους.
- Μετάφραση σε πεζό (2006): Δημήτρης Ν. Μαρωνίτης, @greek‑language.gr
- ἀλλ᾽ οἵ γ᾽ ὑψηλῶν ὀρέων ναίουσι κάρηνα | ἐν σπέσσι γλαφυροῖσι, θεμιστεύει δὲ ἕκαστος | παίδων ἠδ᾽ ἀλόχων, οὐδ᾽ ἀλλήλων ἀλέγουσι.
- ※ 8ος πκε αιώνας ⌘ Ὅμηρος, Ὀδύσσεια, 9 (ι. Ἀλκίνου ἀπόλογοι: Τὰ περὶ Κίκονας, Λωτοφάγους καὶ Κύκλωπας.), στίχ. 114 (113-115)
Συγγενικά
επεξεργασία- → δείτε τη λέξη θέμις
Κλίση
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- θεμιστεύω - Επιτομή του Λεξικού Λίντελ-Σκοτ, Λεξικό της Αρχαίας Ελληνικής Γλώσσας (Επιτομή του Μεγάλου Λεξικού, εκδ. Πελεκάνος, 2007), Ψηφίδες στο Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας, 2012
- θεμιστεύω - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.