χρηματομεσίτης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- χρηματομεσίτης < χρηματο- + μεσίτης[1] (μεταφραστικό δάνειο από τη γερμανική Börsenmakler[2])
Ουσιαστικό
επεξεργασίαχρηματομεσίτης αρσενικό (θηλυκό χρηματομεσίτρια)
- (επάγγελμα, οικονομία) κάποιος που μεσολαβεί σε οικονομικές συναλλαγές (σύναψη δανείων κ.λπ.) μεταξύ δύο ή περισσότερων μερών
- (επάγγελμα, οικονομία) χρηματιστής
Μεταφράσεις
επεξεργασία χρηματομεσίτης
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ χρηματομεσίτης - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ↑ χρηματομεσίτης - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)