τραπεζίτης
Ελληνικά (el) Επεξεργασία
Ετυμολογία Επεξεργασία
- τραπεζίτης < → λείπει η ετυμολογία
ΟυσιαστικόΕπεξεργασία
τραπεζίτης αρσενικό
- ιδιοκτήτης τράπεζας
- (ανατομία) δόντι το πίσω μέρος του στόματος με μεγάλη μασητική επιφάνεια
- Συνώνυμα
- γομφίος