Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο τραπεζίτης οι τραπεζίτες
      γενική του τραπεζίτη των τραπεζιτών
    αιτιατική τον τραπεζίτη τους τραπεζίτες
     κλητική τραπεζίτη τραπεζίτες
Κατηγορία όπως «ναύτης» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

τραπεζίτης < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό επεξεργασία

 
Τρεις τραπεζίτες(2)

τραπεζίτης αρσενικό

  1. (επάγγελμα) ιδιοκτήτης τράπεζας (θηλυκό τραπεζίτρια)
  2. (ανατομία) δόντι στο πίσω μέρος του στόματος με μεγάλη μασητική επιφάνεια

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία