ενικός         πληθυντικός  
banker bankers

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

banker (en)

  1. (επάγγελμα) ο τραπεζίτης (διευθυντής τράπεζας)
  2. αυτός που ανταλλάσσει συνάλλαγμα
     συνώνυμα: money changer
  3. αυτός που κρατάει την μπάνκα σε ένα τυχερό παιχνίδι
  4. λίθινος πάγκος πάνω στον οποίο δουλεύει ένας λιθοξόος