μπάνκα
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | η | μπάνκα | οι | μπάνκες |
γενική | της | μπάνκας | — | |
αιτιατική | την | μπάνκα | τις | μπάνκες |
κλητική | μπάνκα | μπάνκες | ||
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται. | ||||
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- μπάνκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική banca < πρωτογερμανική *bankiz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeg-
Ουσιαστικό
επεξεργασίαμπάνκα θηλυκό
- (σε χαρτοπαίγνια) το να παίζει κάποιος εναντίον όλων των υπολοίπων παικτών
- ⮡ Τίναξε την μπάνκα στον αέρα! Ήταν πολύ τυχερός απόψε.
- (παρωχημένο) το πιστωτικό ίδρυμα, η τράπεζα
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΕκφράσεις
επεξεργασίαΣυγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία μπάνκα
|
Πηγές
επεξεργασία- μπάνκα - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- Επιτροπής Φιλολόγων (χ.χ. [≈1961]), Σύγχρονον λεξικόν της ελληνικής γλώσσης. Αθήνα: Άτλας, σελ. 1288, 1291, 1434.