↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπάνκα οι μπάνκες
      γενική της μπάνκας
    αιτιατική την μπάνκα τις μπάνκες
     κλητική μπάνκα μπάνκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
μπάνκα < (άμεσο δάνειο) ιταλική banca < πρωτογερμανική *bankiz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeg-

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπάνκα θηλυκό

  1. (σε χαρτοπαίγνια) το να παίζει κάποιος εναντίον όλων των υπολοίπων παικτών
    ⮡  Τίναξε την μπάνκα στον αέρα! Ήταν πολύ τυχερός απόψε.
  2. (παρωχημένο) το πιστωτικό ίδρυμα, η τράπεζα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία