πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η μπάνκα οι μπάνκες
      γενική της μπάνκας
    αιτιατική την μπάνκα τις μπάνκες
     κλητική μπάνκα μπάνκες
Η γενική πληθυντικού σε -ών δε συνηθίζεται.
Κατηγορία όπως «πείνα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

Ετυμολογία

επεξεργασία

Ουσιαστικό

επεξεργασία

μπάνκα θηλυκό

  1. (σε χαρτοπαίγνια) το να παίζει κάποιος εναντίον όλων των υπολοίπων παικτών
      Τίναξε την μπάνκα στον αέρα! Ήταν πολύ τυχερός απόψε.
  2. (παρωχημένο) το πιστωτικό ίδρυμα, η τράπεζα

Άλλες μορφές

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία

Συγγενικά

επεξεργασία

Μεταφράσεις

επεξεργασία