μπαγκαδόρος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- μπαγκαδόρος < μπάγκα + -αδόρος < ιταλική banca < πρωτογερμανική *bankiz < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή *bʰeg-
Ουσιαστικό επεξεργασία
μπαγκαδόρος αρσενικό
- (χαρτοπαιξία) κάποιος που έχει (ή κάνει) την μπάγκα σε χαρτοπαικτική λέσχη ή αλλού
Άλλες μορφές επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
μπαγκαδόρος
|