τραπεζιτικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- τραπεζιτικός < ελληνιστική κοινή τραπεζιτικός[1] [2] < αρχαία ελληνική τραπεζίτης < τράπεζα
Επίθετο
επεξεργασίατραπεζιτικός
- (οικονομία) που έχει σχέση με τραπεζίτη ή υπάλληλο τράπεζας ή αναφέρεται σ’ αυτούς
- (οικονομία) άλλη μορφή του τραπεζικός
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία τραπεζιτικός
|
Αναφορές
επεξεργασία- ↑ τραπεζιτικός - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.
- ↑ τραπεζιτικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)