abas
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
abas | abass |
Ουσιαστικό
επεξεργασία
abas (fr) αρσενικό
- (ιδιωματικό) το κάτω μέρος ενός ποταμού, το μέρος προς το οποίο κυλάει το νερό
ενικός | πληθυντικός |
abas | abass |
abas (fr) αρσενικό