Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο εγκεκριμένος η εγκεκριμένη το εγκεκριμένο
      γενική του εγκεκριμένου της εγκεκριμένης του εγκεκριμένου
    αιτιατική τον εγκεκριμένο την εγκεκριμένη το εγκεκριμένο
     κλητική εγκεκριμένε εγκεκριμένη εγκεκριμένο
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι εγκεκριμένοι οι εγκεκριμένες τα εγκεκριμένα
      γενική των εγκεκριμένων των εγκεκριμένων των εγκεκριμένων
    αιτιατική τους εγκεκριμένους τις εγκεκριμένες τα εγκεκριμένα
     κλητική εγκεκριμένοι εγκεκριμένες εγκεκριμένα
Κατηγορία όπως «αγαπημένος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

εγκεκριμένος < μετοχή παθητικού παρακειμένου εγκρίνω

  Μετοχή επεξεργασία

εγκεκριμένος, -η, -ο και εγκριμένος

  Μεταφράσεις επεξεργασία