Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγκεκριμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Μετοχή
1.2.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εγκεκριμέν
ος
η
εγκεκριμέν
η
το
εγκεκριμέν
ο
γενική
του
εγκεκριμέν
ου
της
εγκεκριμέν
ης
του
εγκεκριμέν
ου
αιτιατική
τον
εγκεκριμέν
ο
την
εγκεκριμέν
η
το
εγκεκριμέν
ο
κλητική
εγκεκριμέν
ε
εγκεκριμέν
η
εγκεκριμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εγκεκριμέν
οι
οι
εγκεκριμέν
ες
τα
εγκεκριμέν
α
γενική
των
εγκεκριμέν
ων
των
εγκεκριμέν
ων
των
εγκεκριμέν
ων
αιτιατική
τους
εγκεκριμέν
ους
τις
εγκεκριμέν
ες
τα
εγκεκριμέν
α
κλητική
εγκεκριμέν
οι
εγκεκριμέν
ες
εγκεκριμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εγκεκριμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εγκρίνω
Μετοχή
επεξεργασία
εγκεκριμένος, -η, -ο
και
εγκριμένος
που έχει
εγκριθεί
Μεταφράσεις
επεξεργασία
εγκεκριμένος
γαλλικά
:
approuvé
(fr)