Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
εγκριμένος
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
εγκριμέν
ος
η
εγκριμέν
η
το
εγκριμέν
ο
γενική
του
εγκριμέν
ου
της
εγκριμέν
ης
του
εγκριμέν
ου
αιτιατική
τον
εγκριμέν
ο
την
εγκριμέν
η
το
εγκριμέν
ο
κλητική
εγκριμέν
ε
εγκριμέν
η
εγκριμέν
ο
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
εγκριμέν
οι
οι
εγκριμέν
ες
τα
εγκριμέν
α
γενική
των
εγκριμέν
ων
των
εγκριμέν
ων
των
εγκριμέν
ων
αιτιατική
τους
εγκριμέν
ους
τις
εγκριμέν
ες
τα
εγκριμέν
α
κλητική
εγκριμέν
οι
εγκριμέν
ες
εγκριμέν
α
Κατηγορία
όπως «
αγαπημένος
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
εγκριμένος
<
μετοχή
παθητικού
παρακειμένου
εγκρίνω
Μετοχή
επεξεργασία
εγκριμένος, -η, -ο
→
δείτε
τη λέξη
εγκεκριμένος