προσδόκιμος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- προσδόκιμος < για να αποδοθεί στα ελληνικά το δεύτερο συνθετικό του όρου life expectancy < προσδοκώ
Επίθετο επεξεργασία
προσδόκιμος, -η, -ο
- ο αναμενόμενος, ο προσδοκώμενος, ο εκτιμώμενος πιθανά (από έρευνες και στατιστικές) χρόνος που μπορεί να προσδοκάται ότι θα ζήσει ένα ζωντανό πλάσμα, συνήθως άνθρωπος, αλλά και ζώο
- ο προσδόκιμος χρόνος ζωής, το προσδόκιμο ζωής, το προσδόκιμο επιβίωσης (πόσο αναμένεται, σύμφωνα με επιδημιολογικές/στατιστικές έρευνες ότι θα ζήσει κάποιος)
- (καταχρηστικά) γίνεται χρήση του όρου και για είδη/αντικείμενα