Ετυμολογία

επεξεργασία
δόκιμα < δόκιμος

  Επίρρημα

επεξεργασία

δόκιμα

  • με δόκιμο τρόπο, κατά τρόπο γενικά αποδεκτό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία