Ετυμολογία

επεξεργασία
δοκίμως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δοκίμως. Συγχρονικά αναλύεται σε δόκιμ(ος) + -ως

Επίρρημα

επεξεργασία



Ετυμολογία

επεξεργασία
δοκίμως < δόκιμ(ος) + -ως

Επίρρημα

επεξεργασία