δοκίμως
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- δοκίμως < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική δοκίμως. Συγχρονικά αναλύεται σε δόκιμ(ος) + -ως
Επίρρημα
επεξεργασίαδοκίμως
Πηγές
επεξεργασία- Όροι με δοκίμως — Αναστασιάδη-Συμεωνίδη, Άννα (2003) Αντίστροφο λεξικό της νέας ελληνικής Ινστιτούτο Νεοελληνικών Σπουδών. Ίδρυμα Μανόλη Τριανταφυλλίδη ISBN:960-231-097-9 & online @greek-language.gr (συντομογραφίες, αστερίσκος για λέξεις στη λογοτεχνία)
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΕπίρρημα
επεξεργασίαδοκίμως
Πηγές
επεξεργασία- δοκίμως, δόκιμος - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.