ευφωνικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /e.fo.niˈkos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : ευ‐φω‐νι‐κός
Επίθετο
επεξεργασίαευφωνικός, -ή, -ό
- (γραμματική, φωνολογία, φωνητική, για φθόγγους) που αναπτύσσεται χάριν ευφωνίας, π.χ. για σύμφωνο ή ημίφωνο που παρεμβάλλεται μεταξύ φωνηέντων, ώστε να αποφευχθεί η χασμωδία
- ⮡ ευφωνικό νι, ευφωνικό κ[1]
Συγγενικά
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασίαΑναφορές
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία- ευφωνικός - Λεξικό της Κοινής Νεοελληνικής (1998) του Ιδρύματος Μανόλη Τριανταφυλλίδη (συντομογραφίες-σύμβολα). Η Πύλη για την ελληνική γλώσσα, Κέντρο Ελληνικής Γλώσσας
- ευφωνικός - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)