εύφωνος
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
↓ πτώσεις | ενικός | |||||
---|---|---|---|---|---|---|
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | ο | εύφωνος | η | εύφωνη | το | εύφωνο |
γενική | του | εύφωνου | της | εύφωνης | του | εύφωνου |
αιτιατική | τον | εύφωνο | την | εύφωνη | το | εύφωνο |
κλητική | εύφωνε | εύφωνη | εύφωνο | |||
↓ πτώσεις | πληθυντικός | |||||
γένη → | αρσενικό | θηλυκό | ουδέτερο | |||
ονομαστική | οι | εύφωνοι | οι | εύφωνες | τα | εύφωνα |
γενική | των | εύφωνων | των | εύφωνων | των | εύφωνων |
αιτιατική | τους | εύφωνους | τις | εύφωνες | τα | εύφωνα |
κλητική | εύφωνοι | εύφωνες | εύφωνα | |||
Κατηγορία όπως «όμορφος» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές |
Ετυμολογία επεξεργασία
- εύφωνος < αρχαία ελληνική εὔφωνος < εὖ + φωνή
Επίθετο επεξεργασία
εύφωνος, -η, -ο
Συνώνυμα επεξεργασία
επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
εύφωνος
|