Αρχαία ελληνικά (grc) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

εὔφωνος < εὖ + φωνή

  Επίθετο επεξεργασία

εὔφωνος

  1. γλυκόφωνος, μελωδικός, μουσικός
  2. βροντόφωνος (λέγεται για κήρυκα)