πίεσις
Αρχαία ελληνικά (grc)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ἡ | πίεσῐς | αἱ | πιέσεις |
γενική | τῆς | πιέσεως | τῶν | πιέσεων |
δοτική | τῇ | πιέσει | ταῖς | πιέσεσῐ(ν) |
αιτιατική | τὴν | πίεσῐν | τὰς | πιέσεις |
κλητική ὦ! | πίεσῐ | πιέσεις | ||
δυϊκός | ||||
ονομ-αιτ-κλ | τὼ | πιέσει | ||
γεν-δοτ | τοῖν | πιεσέοιν | ||
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- πίεσις < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπίεσις, -εως θηλυκό
Συγγενικά
επεξεργασία- (Χρειάζεται επεξεργασία)
Πηγές
επεξεργασία- πίεσις - ΛΟΓΕΙΟΝ (αγγλικά, από το 2011) Λεξικά για την αρχαία ελληνική και λατινική γλώσσα (στα αγγλικά, γαλλικά, ισπανικά, κ.λπ.) Πανεπιστήμιο του Σικάγου.