↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική πίεσῐς αἱ πιέσεις
      γενική τῆς πιέσεως τῶν πιέσεων
      δοτική τῇ πιέσει ταῖς πιέσεσῐ(ν)
    αιτιατική τὴν πίεσῐν τὰς πιέσεις
     κλητική ! πίεσῐ πιέσεις
  δυϊκός
ονομ-αιτ-κλ τὼ  πιέσει
γεν-δοτ τοῖν  πιεσέοιν
3η κλίση, Κατηγορία 'δύναμις' όπως «δύναμις» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
πίεσις < λείπει η ετυμολογία

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

πίεσις, -εως θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία
  • (Χρειάζεται επεξεργασία)