Κλιτικός τύπος ουσιαστικού

επεξεργασία

πιέσεις θηλυκό

  1. ονομαστική, αιτιατική και κλητική πληθυντικού του πίεση

  Ρηματικός τύπος

επεξεργασία

πιέσεις

  1. θα πιέσεις: β' ενικό οριστικής στιγμιαίου μέλλοντα του ρήματος πιέζω
  2. να πιέσεις: β' ενικό υποτακτικής αορίστου του ρήματος πιέζω