Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
pressure pressures

pressure (en)

  1. (μη μετρήσιμο) η πίεση, η ενέργεια του να πιέζω κάποιον να κάνει κάτι
    ⮡  The pressure that was exerted brought results.
    Η πίεση που ασκήθηκε έφερε αποτέλεσμα.
    ⮡  He agreed to do it under a lot of pressure.
    Δέχτηκε να το κάνει κάτω από μεγάλη πίεση.
  2. (μη μετρήσιμο και pressures) η πίεση, οι δυσκολίες που προκαλούνται από την ανάγκη επίτευξης ή συμπεριφοράς με συγκεκριμένο τρόπο
    ⮡  the pressure/pressures of work - η πίεση της δουλειάς
    ⮡  I have been under a lot of pressure lately.
    Βρίσκομαι κάτω από μεγάλη πίεση τελευταία.
     συνώνυμα: stress
ενεστώτας pressure
γ΄ ενικό ενεστώτα pressures
αόριστος pressured
παθητική μετοχή pressured
ενεργητική μετοχή pressuring

pressure (en)

  • Stavropoulos, D N (2008). Stavropoulos, G N. ed. Oxford Greek-English Learner's Dictionary (Revised έκδοση). Oxford: Oxford University Press. σελ. 857-858. ISBN 9780194325684. , λήμμα: σφίγγω