νεκροκεφαλή
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίανεκροκεφαλή θηλυκό
- κρανίο (ανθρώπινου) σκελετού, σύμβολο προειδοποίησης για την ύπαρξη θανάσιμου κινδύνου
- το σύμβολο της νεκροκεφαλής σε ένα μπουκάλι με δηλητήριο
- (παλαιότερα) σύμβολο των πειρατών
- η σημαία με τη νεκροκεφαλή