Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο/η κρανιοσκόπος οι κρανιοσκόποι
      γενική του/της κρανιοσκόπου των κρανιοσκόπων
    αιτιατική τον/την κρανιοσκόπο τους/τις κρανιοσκόπους
     κλητική κρανιοσκόπε κρανιοσκόποι
Κατηγορία όπως «ζωγράφος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

κρανιοσκόπος < λόγιο ενδογενές δάνειο: αγγλική cranioscopist < cranioscopy. (μαρτυρείται από το 1864)[1]

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /kɾa.ni.oˈsko.pos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: κρα‐νι‐ο‐σκό‐πος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

κρανιοσκόπος αρσενικό ή θηλυκό

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 570, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου

  Πηγές επεξεργασία