kranio
Εσπεράντο (eo)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- kranio < → λείπει η ετυμολογία
Ουσιαστικό
επεξεργασίαπτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kranio | kranioj |
αιτιατική | kranion | kraniojn |
kranio (eo)
- το κρανίο
πτώση | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
ονομαστική | kranio | kranioj |
αιτιατική | kranion | kraniojn |
kranio (eo)