• Αρχική σελίδα
  • Τυχαίο
  • Είσοδος
  • Ρυθμίσεις
  • Δωρεές
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών

εγκεφαλίτιδα

  • Γλώσσα
  • Παρακολούθηση
  • Επεξεργασία

Πίνακας περιεχομένων

  • 1 Ελληνικά (el)
    • 1.1 Ετυμολογία
    • 1.2 Ουσιαστικό
      • 1.2.1 Δείτε επίσης
      • 1.2.2 Μεταφράσεις

Ελληνικά (el) Επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η εγκεφαλίτιδα οι εγκεφαλίτιδες
      γενική της εγκεφαλίτιδας των εγκεφαλιτίδων
& εγκεφαλίτιδων
    αιτιατική την εγκεφαλίτιδα τις εγκεφαλίτιδες
     κλητική εγκεφαλίτιδα εγκεφαλίτιδες
όπως «σάλπιγγα» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία Επεξεργασία

εγκεφαλίτιδα < λόγιο ενδογενές δάνειο: γαλλική encéphalite (εγκέφαλος + -ίτις/-ίτιδα)

  ΟυσιαστικόΕπεξεργασία

εγκεφαλίτιδα θηλυκό

  • φλεγμονή του εγκεφάλου

Δείτε επίσηςΕπεξεργασία

  • εγκεφαλίτιδα στη Βικιπαίδεια  

  ΜεταφράσειςΕπεξεργασία

    εγκεφαλίτιδα
  • αγγλικά : encephalitis (en)
  • γαλλικά : encéphalite (fr)
Ανακτήθηκε από "https://el.wiktionary.org/w/index.php?title=εγκεφαλίτιδα&oldid=4711073"
Τελευταία επεξεργασία στις 14 Αυγούστου 2020, στις 21:26

Το περιεχόμενο είναι διαθέσιμο υπό CC BY-SA 3.0 εκτός αν αναφέρεται διαφορετικά.
  • Η σελίδα αυτή τροποποιήθηκε τελευταία φορά στις 14 Αυγούστου 2020, στις 21:26.
  • Όλα τα κείμενα είναι διαθέσιμα υπό την Άδεια Creative Commons Αναφορά Δημιουργού-Παρόμοια Διανομή 3.0· μπορεί να ισχύουν πρόσθετοι όροι. Δείτε τους Όρους Χρήσης για λεπτομέρειες.
  • Προστασία Προσωπικών Δεδομένων
  • Σχετικά με Βικιλεξικό
  • Αποποίηση ευθυνών
  • Όροι χρήσης
  • Επιφάνεια εργασίας
  • Προγραμματιστές
  • Στατιστικά
  • Δήλωση cookie