cerebellum
Αγγλικά (en)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
cerebellum < (λόγιο δάνειο) λατινική cerebellum υποκοριστικό < cerebrum
Ουσιαστικό
επεξεργασία
Λατινικά (la)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- cerebellum < cerebrum < πρωτοϊνδοευρωπαϊκή ρίζα *ḱara- • Η Ετυμολογία χρειάζεται ανάπτυξη με τεκμηρίωση. Μπορείτε να βοηθήσετε;