↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο παρεγκεφαλιδικός η παρεγκεφαλιδική το παρεγκεφαλιδικό
      γενική του παρεγκεφαλιδικού της παρεγκεφαλιδικής του παρεγκεφαλιδικού
    αιτιατική τον παρεγκεφαλιδικό την παρεγκεφαλιδική το παρεγκεφαλιδικό
     κλητική παρεγκεφαλιδικέ παρεγκεφαλιδική παρεγκεφαλιδικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι παρεγκεφαλιδικοί οι παρεγκεφαλιδικές τα παρεγκεφαλιδικά
      γενική των παρεγκεφαλιδικών των παρεγκεφαλιδικών των παρεγκεφαλιδικών
    αιτιατική τους παρεγκεφαλιδικούς τις παρεγκεφαλιδικές τα παρεγκεφαλιδικά
     κλητική παρεγκεφαλιδικοί παρεγκεφαλιδικές παρεγκεφαλιδικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία

επεξεργασία
παρεγκεφαλιδικός < παρεγκεφαλίδα + -ικός

  Επίθετο

επεξεργασία

παρεγκεφαλιδικός, -ή, -ό

  • που έχει σχέση με την παρεγκεφαλίδα, αναφέρεται σ’ αυτή ή ανήκει σ’ αυτή

Συγγενικά

επεξεργασία

  Μεταφράσεις

επεξεργασία