ενικός         πληθυντικός  
brain brains

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

brain (en)

  1. (ανατομία) ο εγκέφαλος
    ⮡  An operation was done to remove a tumor from the patient’s brain.
    Έγινε επέμβαση για αφαίρεση όγκου από τον εγκέφαλο του ασθενή.
  2. (πληθυντικός) τα μυαλά, το μυαλό ζώων που χρησιμοποιείται από τους ανθρώπους ως τροφή
    ⮡  lamb brains - αρνίσια μυαλά
  3. (μετρήσιμο και μη μετρήσιμο) το μυαλό, η ικανότητα να μαθαίνω γρήγορα και να σκέφτομαι τα πράγματα με λογικό και έξυπνο τρόπο
    ⮡  Use your brain!
    Βάλε το μυαλό σου να δουλέψει!
    ⮡  If you had any brains, you wouldn’t be in this mess.
    Αν είχες μυαλά δε θα βρισκόσουν σ΄ αυτά τα χάλια.
  4. (ανεπίσημο) το μυαλό, έξυπνος άνθρωπος
    ⮡  He’s a big brain.
    Είναι κάποιος μεγάλο μυαλό.
  5. (the brains, ενικός) ο εγκέφαλος, το μυαλό, το πιο έξυπνο άτομο σε μια συγκεκριμένη ομάδα· το άτομο που είναι υπεύθυνο να σκεφτεί και να οργανώσει κάτι
    ⮡  He is the brains of the company.
    Είναι ο εγκέφαλος της εταιρείας.
    ⮡  He was the brains behind the plot.
    Ήταν το μυαλό της συνωμοσίας.

Πολυλεκτικοί όροι

επεξεργασία

Εκφράσεις

επεξεργασία