νοημοσύνη
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /no.i.moˈsi.ni/
Ουσιαστικό επεξεργασία
νοημοσύνη θηλυκό
- χαρακτηριστικό όντων ικανά για στρατηγική απομνημόνευση και τελεολογική επίλυση.
- Ο Einstein ήταν άνθρωπος εξαιρετικής νοημοσύνης
- Οι άνθρωποι με σύνδρομο Down δυσκολεύονται να βρουν δουλειά λόγω της χαμηλής νοημοσύνης τους.
- "Η νοημοσύνη παράγει σκέψη και η σκέψη γνώση."
- Τα ρομπότ με τεχνητή νοημοσύνη προσαρμόζονται στο περιβάλλον τους.
Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
νοημοσύνη
|