δείκτης νοημοσύνης
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | δείκτης νοημοσύνης | οι | δείκτες νοημοσύνης |
γενική | του | ζείκτη νοημοσύνης | των | δεικτών νοημοσύνης |
αιτιατική | τον | δείκτης νοημοσύνης | τους | δείκτες νοημοσύνης |
κλητική | δείκτης νοημοσύνης | δείκτες νοημοσύνης | ||
Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- δείκτης νοημοσύνης < (μεταφραστικό δάνειο) γερμανική Intelligenzquotient
Ουσιαστικό
επεξεργασίαδείκτης νοημοσύνης αρσενικό
- (ψυχολογία) δείκτης που κατατάσσει την ευφυΐα σε βαθμίδες, ανάλογα με τα αποτελέσματα που προκύπτουν
- (σπάνιο) συντομογραφία: ΔΝ
Δείτε επίσης
επεξεργασίαΜεταφράσεις
επεξεργασία δείκτης νοημοσύνης