intelligence
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαintelligence (en) (μη μετρήσιμο)
- η ευφυΐα, η νοημοσύνη, η εξυπνάδα, η ικανότητα να μαθαίνει, να κατανοεί και να σκέφτεται με λογικό τρόπο τα πράγματα· η ικανότητα να το κάνει αυτό καλά
- ⮡ Don’t underestimate my intelligence.
- Μην υποτιμάς τη νοημοσύνη μου.
- ⮡ Don’t underestimate my intelligence.
- οι πληροφορίες
Συνώνυμα
επεξεργασίαΠολυλεκτικοί όροι
επεξεργασίαΠηγές
επεξεργασία
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΠροφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /ɛ̃.tɛ.li.ɑ̃s/
- ⓘ
Ουσιαστικό
επεξεργασίαintelligence (fr)