Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ηλεκτροεγκεφαλογράφος οι ηλεκτροεγκεφαλογράφοι
      γενική του ηλεκτροεγκεφαλογράφου των ηλεκτροεγκεφαλογράφων
    αιτιατική τον ηλεκτροεγκεφαλογράφο τους ηλεκτροεγκεφαλογράφους
     κλητική ηλεκτροεγκεφαλογράφε ηλεκτροεγκεφαλογράφοι
Κατηγορία όπως «δρόμος» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ηλεκτροεγκεφαλογράφος < ηλεκτρο- + εγκεφαλο- + -γράφος

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ηλεκτροεγκεφαλογράφος αρσενικό

  Μεταφράσεις επεξεργασία