Δείτε επίσης: ἀσκός, Ασκός

Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική ο ασκός οι ασκοί
      γενική του ασκού των ασκών
    αιτιατική τον ασκό τους ασκούς
     κλητική ασκέ ασκοί
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

ασκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσκός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /aˈskos/
τυπογραφικός συλλαβισμός: α‐σκός

  Ουσιαστικό επεξεργασία

ασκός αρσενικό

  1. είδος δοχείου ή σακιού από δέρμα ζώου για αποθήκευση και μεταφορά υγρών (νερό, κρασί κ.λπ.)
  2. (κατ’ επέκταση) ό,τι περιέχει ένας ασκός
  3. (ανατομία) θύλακας που μοιάζει με ασκό
    υπώνυμα: δακρυϊκός ασκός, δερματικός ασκός, εντερικός ασκός

Άλλες μορφές επεξεργασία

Συνώνυμα επεξεργασία

Παράγωγα επεξεργασία

Σύνθετα επεξεργασία

Εκφράσεις επεξεργασία

  • άνοιξε ο ασκός του Αιόλου
  • άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου

  Μεταφράσεις επεξεργασία