ασκός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία↓ πτώσεις | ενικός | πληθυντικός | ||
---|---|---|---|---|
ονομαστική | ο | ασκός | οι | ασκοί |
γενική | του | ασκού | των | ασκών |
αιτιατική | τον | ασκό | τους | ασκούς |
κλητική | ασκέ | ασκοί | ||
Κατηγορία όπως «ναός» - Παράρτημα:Ουσιαστικά |
Ετυμολογία
επεξεργασία- ασκός < (διαχρονικό δάνειο) αρχαία ελληνική ἀσκός
Προφορά
επεξεργασία- ΔΦΑ : /aˈskos/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : α‐σκός
Ουσιαστικό
επεξεργασίαασκός αρσενικό
- είδος δοχείου ή σακιού από δέρμα ζώου για αποθήκευση και μεταφορά υγρών (νερό, κρασί κ.λπ.)
- (κατ’ επέκταση) ό,τι περιέχει ένας ασκός
- (ανατομία) θύλακας που μοιάζει με ασκό
- υπώνυμα: δακρυϊκός ασκός, δερματικός ασκός, εντερικός ασκός
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΠαράγωγα
επεξεργασία- αερασκός
- ασκίδιο
- ασκίον
- ασκίτης
- άσκωμα
- ασκώλια
- ασκωλιάζω
- ασκωλιασμός
- πυροσβεστικός ασκός
- υδροδοτικός ασκός
Σύνθετα
επεξεργασία- ασκοθύλακας
- ασκοπήρα
- αερασκός (αερόσακος)
- υδρασκός
Εκφράσεις
επεξεργασία- άνοιξε ο ασκός του Αιόλου
- άνοιξαν οι ασκοί του Αιόλου