bladder
Αγγλικά (en)
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
bladder | bladders |
Ουσιαστικό
επεξεργασίαbladder (en)
- η κύστη, η φούσκα
- ↪ My bladder is going to burst (=I urgently need to pee).
- Πάει να σκάσει η φούσκα μου (=πρέπει επειγόντως να ουρήσω).
- ↪ My bladder is going to burst (=I urgently need to pee).
- η σαμπρέλα μιας μπάλας
- ο ασκός