ενικός         πληθυντικός  
bladder bladders

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

bladder (en)

  1. η κύστη, η φούσκα
    ⮡  My bladder is going to burst (=I urgently need to pee).
    Πάει να σκάσει η φούσκα μου (=πρέπει επειγόντως να ουρήσω).
  2. η σαμπρέλα μιας μπάλας
  3. ο ασκός