Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
δακρυϊκός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Προφορά
1.3
Επίθετο
1.3.1
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
δακρυϊκ
ός
η
δακρυϊκ
ή
το
δακρυϊκ
ό
γενική
του
δακρυϊκ
ού
της
δακρυϊκ
ής
του
δακρυϊκ
ού
αιτιατική
τον
δακρυϊκ
ό
τη
δακρυϊκ
ή
το
δακρυϊκ
ό
κλητική
δακρυϊκ
έ
δακρυϊκ
ή
δακρυϊκ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
δακρυϊκ
οί
οι
δακρυϊκ
ές
τα
δακρυϊκ
ά
γενική
των
δακρυϊκ
ών
των
δακρυϊκ
ών
των
δακρυϊκ
ών
αιτιατική
τους
δακρυϊκ
ούς
τις
δακρυϊκ
ές
τα
δακρυϊκ
ά
κλητική
δακρυϊκ
οί
δακρυϊκ
ές
δακρυϊκ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
δακρυϊκός
<
δάκρυ
+
-ικός
Προφορά
επεξεργασία
ΔΦΑ
: /
ða.kɾi.iˈkos
/
Επίθετο
επεξεργασία
δακρυϊκός, -ή, -ό
αυτός που σχετίζεται με τα
δάκρυα
ή αναφέρεται σε αυτά
δακρυϊκοί
αδένες
Μεταφράσεις
επεξεργασία
δακρυϊκός
βιετναμικά
:
nước mắt
(vi)
γαλλικά
:
lacrymal
(fr)