lacrymal
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαγένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lacrymal | lacrymaux |
θηλυκό | lacrymale | lacrymales |
Επίθετο
επεξεργασίαlacrymal (fr)
γένος | ενικός | πληθυντικός |
---|---|---|
αρσενικό | lacrymal | lacrymaux |
θηλυκό | lacrymale | lacrymales |
lacrymal (fr)