Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγειοβλαστικός η αγγειοβλαστική το αγγειοβλαστικό
      γενική του αγγειοβλαστικού της αγγειοβλαστικής του αγγειοβλαστικού
    αιτιατική τον αγγειοβλαστικό την αγγειοβλαστική το αγγειοβλαστικό
     κλητική αγγειοβλαστικέ αγγειοβλαστική αγγειοβλαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγειοβλαστικοί οι αγγειοβλαστικές τα αγγειοβλαστικά
      γενική των αγγειοβλαστικών των αγγειοβλαστικών των αγγειοβλαστικών
    αιτιατική τους αγγειοβλαστικούς τις αγγειοβλαστικές τα αγγειοβλαστικά
     κλητική αγγειοβλαστικοί αγγειοβλαστικές αγγειοβλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγειοβλαστικός < αγγείο + -ο- + βλαστικός

  Επίθετο επεξεργασία

αγγειοβλαστικός, -η, -ο

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία