αγγειοβλαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
Επίθετο επεξεργασία
αγγειοβλαστικός, -η, -ο
- (ιατρική) που έχει σχέση με την αγγειοβλάστη ή αναφέρεται σ’ αυτή
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη αγγειοβλάστη
Μεταφράσεις επεξεργασία
αγγειοβλαστικός