Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο αγγειοανοσοβλαστικός η αγγειοανοσοβλαστική το αγγειοανοσοβλαστικό
      γενική του αγγειοανοσοβλαστικού της αγγειοανοσοβλαστικής του αγγειοανοσοβλαστικού
    αιτιατική τον αγγειοανοσοβλαστικό την αγγειοανοσοβλαστική το αγγειοανοσοβλαστικό
     κλητική αγγειοανοσοβλαστικέ αγγειοανοσοβλαστική αγγειοανοσοβλαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι αγγειοανοσοβλαστικοί οι αγγειοανοσοβλαστικές τα αγγειοανοσοβλαστικά
      γενική των αγγειοανοσοβλαστικών των αγγειοανοσοβλαστικών των αγγειοανοσοβλαστικών
    αιτιατική τους αγγειοανοσοβλαστικούς τις αγγειοανοσοβλαστικές τα αγγειοανοσοβλαστικά
     κλητική αγγειοανοσοβλαστικοί αγγειοανοσοβλαστικές αγγειοανοσοβλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

αγγειοανοσοβλαστικός < αγγείο + -ο- + ανοσία + ο- + βλαστικός ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) angioimmunoblastic)

  Επίθετο επεξεργασία

αγγειοανοσοβλαστικός, -η, -ο

Πολυλεκτικοί όροι επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία