αγγειοανοσοβλαστικός
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγειοανοσοβλαστικός < αγγείο + -ο- + ανοσία + ο- + βλαστικός ((μεταφραστικό δάνειο) (αγγλικά) angioimmunoblastic)
Επίθετο
επεξεργασίααγγειοανοσοβλαστικός, -η, -ο
- (ιατρική) που έχει σχέση με τα αιμοφόρα αγγεία που σχετίζονται με τα βλαστικά κύτταρα λεμφοειδούς ιστού
Πολυλεκτικοί όροι
επεξεργασία- αγγειοανοσοβλαστική λεμφαδενοπάθεια
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγειοανοσοβλαστικός