Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός      
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική ο βλαστικός η βλαστική το βλαστικό
      γενική του βλαστικού της βλαστικής του βλαστικού
    αιτιατική τον βλαστικό τη βλαστική το βλαστικό
     κλητική βλαστικέ βλαστική βλαστικό
↓ πτώσεις   πληθυντικός  
γένη → αρσενικό θηλυκό ουδέτερο
ονομαστική οι βλαστικοί οι βλαστικές τα βλαστικά
      γενική των βλαστικών των βλαστικών των βλαστικών
    αιτιατική τους βλαστικούς τις βλαστικές τα βλαστικά
     κλητική βλαστικοί βλαστικές βλαστικά
Κατηγορία όπως «καλός» - Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές

  Ετυμολογία επεξεργασία

βλαστικός < (ελληνιστική κοινήβλαστικός < αρχαία ελληνική βλαστός

  Προφορά επεξεργασία

ΔΦΑ : /vla.stiˈkos/

  Επίθετο επεξεργασία

βλαστικός, -ή, -ό

  1. (βοτανική) που έχει σχέση με τη βλάστηση ή τον βλαστό, ανήκει σ’ αυτά ή αναφέρεται σ’ αυτά
  2. (αναφέρεται π.χ. σε ιστούς) που συμβάλλει στη βλάστηση, στην αναπαραγωγή, στη γέννηση

Συγγενικά επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία