βλαστικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- βλαστικός < (ελληνιστική κοινή) βλαστικός < αρχαία ελληνική βλαστός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /vla.stiˈkos/
Επίθετο επεξεργασία
βλαστικός, -ή, -ό
- (βοτανική) που έχει σχέση με τη βλάστηση ή τον βλαστό, ανήκει σ’ αυτά ή αναφέρεται σ’ αυτά
- (αναφέρεται π.χ. σε ιστούς) που συμβάλλει στη βλάστηση, στην αναπαραγωγή, στη γέννηση
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τη λέξη βλαστός