λεμφαδενοπάθεια
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- λεμφαδενοπάθεια < λεμφαδένας + -ο- + -πάθεια
Ουσιαστικό επεξεργασία
λεμφαδενοπάθεια θηλυκό
- (ιατρική) μη φυσιολογική διόγκωση των λεμφαδένων
Συγγενικά επεξεργασία
- → δείτε τις λέξεις λεμφαδένας και παθαίνω
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
λεμφαδενοπάθεια