↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική η αγγειεκτασία οι αγγειεκτασίες
      γενική της αγγειεκτασίας των αγγειεκτασιών
    αιτιατική την αγγειεκτασία τις αγγειεκτασίες
     κλητική αγγειεκτασία αγγειεκτασίες
Κατηγορία όπως «σοφία» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία

επεξεργασία
αγγειεκτασία < γαλλική angiectasie.[1] Μορφολογικά, αγγει- + έκστασ(η) + -ία

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.e.ktaˈsi.a/
τυπογραφικός συλλαβισμός: αγ‐γει‐ε‐κτα‐σί‐α

  Ουσιαστικό

επεξεργασία

αγγειεκτασία θηλυκό

  Μεταφράσεις

επεξεργασία

  Αναφορές

επεξεργασία
  1. αγγειεκτασίαΧαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών.  (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)