αγγειεκτασία
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
Προφορά
επεξεργασία
- ΔΦΑ : /aŋ.ɟi.e.ktaˈsi.a/
- τυπογραφικός συλλαβισμός : αγ‐γει‐ε‐κτα‐σί‐α
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγγειεκτασία θηλυκό
- (ιατρική) η μη φυσιολογική διάταση, διαστολή ή επιμήκυνση, ενός αγγείου
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγειεκτασία
Αναφορές
επεξεργασία
- ↑ αγγειεκτασία - Χαραλαμπάκης, Χριστόφορος (επιμέλεια) (2014). Χρηστικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας. Αθήνα: Ακαδημία Αθηνών. (ψηφιοποιημένη έκδοση από το 2023, συντομογραφίες-σύμβολα)