Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

καμαραϊκά αγγεία < → δείτε τις λέξεις καμαραϊκός και αγγείο

  Πολυλεκτικός όρος επεξεργασία

καμαραϊκά αγγεία ουδέτερο στον πληθυντικό

Δείτε επίσης επεξεργασία

  Μεταφράσεις επεξεργασία