αγγειοπιεσίνη
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασία
Ετυμολογία
επεξεργασία
- αγγειοπιεσίνη < αγγείο + -ο- + πίεση + -ίνη (μεταφραστικό δάνειο από την αγγλική vasopressin)
Ουσιαστικό
επεξεργασία
αγγειοπιεσίνη θηλυκό
- (ιατρική) ορμόνη που παράγεται στον υποθάλαμο και αποθηκεύεται στη νευροϋπόφυση, ρυθμίζοντας την κατακράτηση νερού από τους νεφρούς και συμβάλλοντας στην αύξηση της αρτηριακής πίεσης μέσω αγγειοσύσπασης
Άλλες μορφές
επεξεργασίαΣυνώνυμα
επεξεργασίαΔείτε επίσης
επεξεργασία
Μεταφράσεις
επεξεργασία
αγγειοπιεσίνη