αντιδιουρητικός
Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- αντιδιουρητικός < αντι- + διουρητικός
Επίθετο επεξεργασία
αντιδιουρητικός, -ή, -ό
- (ιατρική) που συμβάλλει στον περιορισμό της διούρησης
Αντώνυμα επεξεργασία
Δείτε επίσης επεξεργασία
Μεταφράσεις επεξεργασία
αντιδιουρητικός