Αρχική σελίδα
Τυχαίο
Σύνδεση
Ρυθμίσεις
Δωρεές
Σχετικά με Βικιλεξικό
Αποποίηση ευθυνών
Αναζήτηση
διουρητικός
Γλώσσα
Παρακολούθηση
Επεξεργασία
Πίνακας περιεχομένων
1
Νέα ελληνικά
(el)
1.1
Ετυμολογία
1.2
Επίθετο
1.2.1
Συγγενικά
1.2.2
Μεταφράσεις
Νέα ελληνικά
(el)
επεξεργασία
↓
πτώσεις
ενικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
ο
διουρητικ
ός
η
διουρητικ
ή
το
διουρητικ
ό
γενική
του
διουρητικ
ού
της
διουρητικ
ής
του
διουρητικ
ού
αιτιατική
τον
διουρητικ
ό
τη
διουρητικ
ή
το
διουρητικ
ό
κλητική
διουρητικ
έ
διουρητικ
ή
διουρητικ
ό
↓
πτώσεις
πληθυντικός
γένη
→
αρσενικό
θηλυκό
ουδέτερο
ονομαστική
οι
διουρητικ
οί
οι
διουρητικ
ές
τα
διουρητικ
ά
γενική
των
διουρητικ
ών
των
διουρητικ
ών
των
διουρητικ
ών
αιτιατική
τους
διουρητικ
ούς
τις
διουρητικ
ές
τα
διουρητικ
ά
κλητική
διουρητικ
οί
διουρητικ
ές
διουρητικ
ά
Κατηγορία
όπως «
καλός
» -
Παράρτημα:Επίθετα & Μετοχές
Ετυμολογία
επεξεργασία
διουρητικός
<
αρχαία ελληνική
διουρητικός
Επίθετο
επεξεργασία
διουρητικός, -ή, -ό
που
αυξάνει
την
έκκριση
ούρων
Συγγενικά
επεξεργασία
διούρηση
διουρητικό
Μεταφράσεις
επεξεργασία
διουρητικός
γαλικιανά
:
diurético
(gl)
γαλλικά
:
diurétique
(fr)
ισπανικά
:
diurético
(es)