Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

↓ πτώσεις       ενικός         πληθυντικός  
ονομαστική το διουρητικό τα διουρητικά
      γενική του διουρητικού των διουρητικών
    αιτιατική το διουρητικό τα διουρητικά
     κλητική διουρητικό διουρητικά
Κατηγορία όπως «βουνό» - Παράρτημα:Ουσιαστικά

  Ετυμολογία επεξεργασία

διουρητικό: ουσιαστικοποιημένο ουδέτερο του επιθέτου διουρητικός. Εννοείται η λέξη φάρμακο.

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διουρητικό ουδέτερο

  Μεταφράσεις επεξεργασία

  Κλιτικός τύπος επιθέτου επεξεργασία

διουρητικό