Ετυμολογία

επεξεργασία
diurétique < μεσαιωνική λατινική diureticus < αρχαία ελληνική διουρητικός

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /djy.ʁe.tik/

  Επίθετο

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
diurétique diurétiques

diurétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό

  1. διουρητικός

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
diurétique diurétiques

diurétique (fr) αρσενικό

  1. το διουρητικό

Συγγενικά

επεξεργασία