diurétique
Γαλλικά (fr) επεξεργασία
Ετυμολογία επεξεργασία
- diurétique < μεσαιωνική λατινική diureticus < αρχαία ελληνική διουρητικός
Προφορά επεξεργασία
- ΔΦΑ : /djy.ʁe.tik/
Επίθετο επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
diurétique | diurétiques |
diurétique (fr) αρσενικό ή θηλυκό
Ουσιαστικό επεξεργασία
ενικός | πληθυντικός |
diurétique | diurétiques |
diurétique (fr) αρσενικό
- το διουρητικό