Ετυμολογία

επεξεργασία
diurèse < μεσαιωνική λατινική diuresis < αρχαία ελληνική διούρησις

  Προφορά

επεξεργασία
ΔΦΑ : /djy.ʁɛz/

  Ουσιαστικό

επεξεργασία
      ενικός         πληθυντικός  
diurèse diurèses

diurèse (fr) θηλυκό

Συγγενικά

επεξεργασία