diurèse
Γαλλικά (fr)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- diurèse < μεσαιωνική λατινική diuresis < αρχαία ελληνική διούρησις
Προφορά
επεξεργασίαΟυσιαστικό
επεξεργασίαενικός | πληθυντικός |
diurèse | diurèses |
diurèse (fr) θηλυκό
- η διούρηση
ενικός | πληθυντικός |
diurèse | diurèses |
diurèse (fr) θηλυκό