Νέα ελληνικά (el) επεξεργασία

  Ετυμολογία επεξεργασία

διούρησις (μαρτυρείται από το 1876) [1] → και δείτε τη λέξη διούρηση

  Ουσιαστικό επεξεργασία

διούρησις θηλυκό

  Αναφορές επεξεργασία

  1. σελ. 296, Τόμος Α΄ - Κουμανούδης, Στέφανος Αθ. (1900) Συναγωγή νέων λέξεων υπό των λογίων πλασθεισών από της Αλώσεως μέχρι των καθ’ ημάς χρόνων. Τόμοι: 2 (Εισαγωγή,@anemi). Εν Αθήναις: Τύποις Π. Δ. Σακελλαρίου