αγγειοτενσινογόνο
Νέα ελληνικά (el)
επεξεργασίαΕτυμολογία
επεξεργασία- αγγειοτενσινογόνο < αγγειοτενσίνη + γόνος
Ουσιαστικό
επεξεργασίααγγειοτενσινογόνο ουδέτερο
- (βιολογία): πρωτεΐνη που συντίθεται στο ήπαρ και εκκρίνεται στο αίμα μετατρεπόμενη σε αγγειοτενσίνη
Μεταφράσεις
επεξεργασία αγγειοτενσινογόνο
|